Tην τελευταία δεκαετία η αγορά των τυχερών παιχνιδιών στην Ελλάδα γνώρισε μια ραγδαία αύξηση, η οποία ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Συγκεκριμένα σήμερα η αγορά των τυχερών παιχνιδιών, νόμιμη και παράνομη, στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι είναι περίπου 15 δισ. ευρώ. Από αυτά τα 10 δισ. ευρώ είναι νόμιμα, όπου τα 6 δισ. ευρώ αντιστοιχούν στην ΟΠΑΠ ΑΕ, ενώ τα υπόλοιπα 4 δισ. ευρώ αντιστοιχούν σε άλλα κρατικά παιχνίδια και καζίνα. Υπάρχουν δε περί τις 20 εταιρείες που προσφέρουν διαδικτυακά παιχνίδια και οι οποίες θεωρούνται «παράνομες».
Η πολιτεία διατηρεί, μέχρι και σήμερα, τον μονοπωλιακό έλεγχο αυτής της αγοράς, με πρωταγωνιστή την ΟΠΑΠ ΑΕ, αλλά δεν κατάφερε να ελέγξει την «παράνομη» επιχειρηματική δράση στον συγκεκριμένο κλάδο. Το βασικό επιχείρημα της επιβολής του κρατικού μονοπωλίου σε Ελλάδα και Ευρώπη είναι η προστασία των πολιτών από τις πιθανές συνέπειες της υπερβολικής ενασχόλησης με τα τυχερά παιχνίδια και ο περιορισμός των επιπτώσεων στην προσωπική, κοινωνική και οικονομική ζωή τους.
Το γεγονός όμως της ανάπτυξης των διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών και της «παράνομης» επιχειρηματικής δράσης, που αφέθηκε ανεξέλεγκτη, έχει υπονομεύσει το μονοπώλιο των τυχερών παιχνιδιών στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη.
Η πολιτεία καλείται να παρέμβει, ώστε να ρυθμίσει και να ελέγξει την επιχειρηματική δραστηριότητα στον χώρο των τυχερών παιχνιδιών με κατεύθυνση την προστασία των πολιτών από αδιαφανείς, έως σήμερα, επιχειρηματικές διαδικασίες και δράσεις, καθώς και να δημιουργήσει ίσες ευκαιρίες και συνθήκες ανταγωνισμού για όλους τους επιχειρηματικούς φορείς που ενδιαφέρονται να ενεργοποιηθούν στον συγκεκριμένο κλάδο.
Ετσι «προνομιακές» συμβάσεις με την ΟΠΑΠ ΑΕ ή και με άλλους κρατικούς φορείς θα πρέπει να αποκλείονται, καθώς δημιουργούν ολιγοπώλια και μονοπώλια χρησιμοποιώντας ως άλλοθι τις νόμιμες συμβάσεις. Σημαντικό είναι επίσης να καταλάβει ο νομοθέτης ότι vlts και Διαδίκτυο δεν είναι μόνο διαφορετικές τεχνολογίες παιγνίων, αλλά και διαφορετικοί τρόποι παικτικής δραστηριότητας. Επομένως θα έπρεπε πέρα από οτιδήποτε άλλο ο νομοθέτης να είχε την πρόβλεψη να διαχωρίσει τη νομοθετική παρέμβαση των vlts από τα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια. Θα έπρεπε να υπήρχε η ευαισθησία και η πολιτική πρόνοια να κατατεθούν δύο διαφορετικά νομοσχέδια για δύο διαφορετικά είδη παικτικής δραστηριότητας.
Το ζητούμενο, κατ' αρχάς για την ελληνική πολιτεία, είναι η θέσπιση μιας ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής, η οποία θα είναι υπεύθυνη για την τεκμηρίωση, την τυποποίηση και τον έλεγχο όλων των επιμέρους διαδικασιών που αφορούν στους παίκτες, στις επιχειρήσεις και στην αγορά των τυχερών παιχνιδιών.
Η ανυπαρξία αυτής της αρχής έχει οδηγήσει σε πλήρη σύγχυση γύρω από τον χαρακτήρα του μονοπωλίου και τις πολιτικές που πρέπει να ακολουθηθούν στην περίπτωση που δοθούν άδειες διεξαγωγής τυχερών παιχνιδιών, διαδικτυακών ή vlts, σε ιδιώτες. Λογικές κατεπείγουσας αδειοδότησης χωρίς κριτήρια που να λαμβάνουν υπόψη την «παράνομη» δράση από τη μια μεριά και από την άλλη η διατήρηση του μονοπωλίου που δημιουργεί προνομιακούς εταίρους, αφήνοντας εκτός όλους τους άλλους ενδιαφερόμενους φορείς, δε μπορεί παρά να δημιουργούν σύγκρουση και ανασφάλεια. Για παράδειγμα, η ΟΠΑΠ ΑΕ στη σύμβασή της με το Δημόσιο έχει το δικαίωμα της πρώτης επιλογής σε ό,τι αφορά στην ανάπτυξη νέων μέσων παικτικής δραστηριότητας (internet, vlts). Απεμπόληση του δικαιώματος της πρώτης επιλογής αποτελεί απιστία προς τα συμφέροντα της εταιρείας. Πώς θα δοθούν άδειες, αφού το κράτος έχει ήδη εκχωρήσει το δικαίωμα αυτό στην ΟΠΑΠ ΑΕ; Ερωτήματα επίσης προκύπτουν για το κατά πόσο υποχρεωτικά η ΟΠΑΠ ΑΕ θα ιδιωτικοποιηθεί με αντίτιμο περίπου 2,5 δισ. ευρώ, καθώς αυτό θα σήμαινε μια εντελώς διαφορετική πολιτική και νομική πρωτοβουλία από αυτή που έχει ακολουθηθεί μέχρι σήμερα.
Η διατήρηση του μονοπωλίου ή η αδειοδότηση των «παρανόμων», η πώληση της ΟΠΑΠ ΑΕ έναντι 2,5 δισ. ευρώ ή η συγκέντρωση 700 εκατ. ευρώ υποχρεώσεων προς το μνημόνιο, το δίκτυο των πρακτορείων της ΟΠΑΠ ΑΕ και των λοιπών κρατικών εταιρειών ή ένα νέο δίκτυο Κέντρων Εξυπηρέτησης Παικτών (ΚΕΠ) αποτελούν ανταγωνιστικές επιλογές που αν δεν γίνουν αντικείμενα μελέτης και πολιτικής μιας ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής, θα δυναμιτίσουν τον έλεγχο της αγοράς.
Στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται, λέει μια λαϊκή παροιμία. Το ερώτημα, που πρέπει να απαντήσει η πολιτεία, είναι ποιος είναι ο λύκος.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Κοσκινάς, Αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο. Πρώην πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΟΠΑΠ ΑΕ. Πηγή "ΈΘΝΟΣ" 13/4/2011
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου