O ΟΠΑΠ κατέχει το μονοπώλιο στον διαδικτυακό στοιχηματισμό. Αυτό υποστηρίζει η ελληνική κυβέρνηση σε επιστολή της προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σύμφωνα με την Κεντρική Μονάδα Κρατικών Ενισχύσεων του υπουργείου Οικονομικών, ο ΟΠΑΠ κατέχει το μονοπώλιο στον διαδικτυακό στοιχηματισμό από το 2000 και νομική βάση συνιστά το άρθρο 27 της αρχικής σύμβασης παραχώρησης που υπέγραψαν οι δύο πλευρές (Ν. 2843/2000). Μάλιστα, η ελληνική πλευρά υπογραμμίζει ότι αυτό ήταν γνωστό σε όλους τους υποψήφιους επενδυτές στη διάρκεια αποκρατικοποίησης του ΟΠΑΠ.
«Οι ελληνικές αρχές δεν αποδέχονται κανέναν από τους ισχυρισμούς των καταγγελλόντων. Ο ΟΠΑΠ απέκτησε τα αποκλειστικά δικαιώματα διεξαγωγής ορισμένων παιχνιδιών, με οποιοδήποτε μέσο (του Διαδικτύου συμπεριλαμβανομένου), κατόπιν καταβολής ανταλλάγματος το οποίο εκτιμήθηκε βάσει της ίδιας μεθοδολογίας με την αποτίμηση για την περίοδο 2020-2030, ως επιβεβαιώθηκε ρητώς από τον ανεξάρτητο εκτιμητή (δίχως δηλαδή διαχωρισμό μεταξύ των διαφόρων τρόπων διανομής)», αναφέρει χαρακτηριστικά η απάντηση της Ελλάδας προς τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. «Ως εκ τούτου», καταλήγει, «οι προτεινόμενες τροποποιήσεις (σ.σ. του Ν. 4002/2011), οι οποίες δεν αφορούν ούτε επηρεάζουν τα υφιστάμενα αποκλειστικά δικαιώματα του ΟΠΑΠ, δεν παρέχουν κανένα πλεονέκτημα στον ΟΠΑΠ και, συνεπώς, δεν επιφέρουν καμία ενίσχυση».
Η επιστολή του ΥΠΟΙΚ φέρει ημερομηνία 30 Απριλίου και συνιστά απάντηση σε επιστολή της Γ.Δ. Ανταγωνισμού της Επιτροπής που φέρει ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 2014. Η επιστολή αυτή της Επιτροπής είναι απότοκος της καταγγελίας που πραγματοποίησε στις 25 Ιουλίου 2013 η Ενωση Διαδικτυακού Στοιχήματος (RGA) με έδρα τη Βρετανία. Στην καταγγελία αυτή, η RGA υποστήριζε ότι η εκχώρηση στον ΟΠΑΠ αποκλειστικού δικαιώματος στο διαδικτυακό στοίχημα συνιστά κρατική ενίσχυση.
Σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι. Ωστόσο, δεν αναφέρεται σε ξεχωριστό τίμημα του ΟΠΑΠ σχετικά με τα δικαιώματά του στα διαδικτυακά παίγνια. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι ο ΟΠΑΠ κατέβαλε ένα συνολικό τίμημα, χωρίς αυτό να διαχωρίζεται σε επιμέρους τιμήματα, ανάλογα με τον τρόπο διάθεσης/διανομής των παιγνίων στους παίκτες. Προς την κατεύθυνση αυτή, η ελληνική πλευρά επικαλείται επιστολή του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα (Deloitte) που αποτίμησε την αξία των δικαιωμάτων του ΟΠΑΠ τόσο για την περίοδο 2000-2020 όσο και την για περίοδο 2020-2030. Η Deloitte ανέφερε ότι αξιοποίησε την ίδια μεθοδολογία και στις δύο περιπτώσεις. «Παρόμοια με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση της επέκτασης των ίδιων δικαιωμάτων για την περίοδο 2020-2030, η Deloitte στην εκτίμησή της του 2000 δεν διαχώρισε μεταξύ των διαφόρων τρόπων διανομής, δηλαδή επίγειου, διαδικτυακού ή οποιουδήποτε άλλου τρόπου δύναται να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτό», αναφέρει εγγράφως η εταιρεία προς το ελληνικό ΥΠΟΙΚ. Η αναφορά αυτή επισυνάπτεται στην επιστολή του ΥΠΟΙΚ προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τέλος, η ελληνική πλευρά, υποστηρίζει ότι οι επενδυτές του ΟΠΑΠ ήσαν ενήμεροι για το μονοπώλιο του Οργανισμού σε συγκεκριμένα παίγνια. «Ολοι οι επενδυτές που συμμετείχαν στις τρεις δημόσιες εγγραφές του ΟΠΑΠ, από το 2001, αλλά και στον διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ για το 33% στον ΟΠΑΠ», αναφέρει η απάντηση του ΥΠΟΙΚ, «έλαβαν υπόψη και πλήρωσαν για το γεγονός ότι ο ΟΠΑΠ έχει αποκτήσει από το 2000 αποκλειστικά δικαιώματα σε συγκεκριμένα παιχνίδια για διεξαγωγή τους με οποιοδήποτε μέσο...».
«Οι ελληνικές αρχές δεν αποδέχονται κανέναν από τους ισχυρισμούς των καταγγελλόντων. Ο ΟΠΑΠ απέκτησε τα αποκλειστικά δικαιώματα διεξαγωγής ορισμένων παιχνιδιών, με οποιοδήποτε μέσο (του Διαδικτύου συμπεριλαμβανομένου), κατόπιν καταβολής ανταλλάγματος το οποίο εκτιμήθηκε βάσει της ίδιας μεθοδολογίας με την αποτίμηση για την περίοδο 2020-2030, ως επιβεβαιώθηκε ρητώς από τον ανεξάρτητο εκτιμητή (δίχως δηλαδή διαχωρισμό μεταξύ των διαφόρων τρόπων διανομής)», αναφέρει χαρακτηριστικά η απάντηση της Ελλάδας προς τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. «Ως εκ τούτου», καταλήγει, «οι προτεινόμενες τροποποιήσεις (σ.σ. του Ν. 4002/2011), οι οποίες δεν αφορούν ούτε επηρεάζουν τα υφιστάμενα αποκλειστικά δικαιώματα του ΟΠΑΠ, δεν παρέχουν κανένα πλεονέκτημα στον ΟΠΑΠ και, συνεπώς, δεν επιφέρουν καμία ενίσχυση».
Η επιστολή του ΥΠΟΙΚ φέρει ημερομηνία 30 Απριλίου και συνιστά απάντηση σε επιστολή της Γ.Δ. Ανταγωνισμού της Επιτροπής που φέρει ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 2014. Η επιστολή αυτή της Επιτροπής είναι απότοκος της καταγγελίας που πραγματοποίησε στις 25 Ιουλίου 2013 η Ενωση Διαδικτυακού Στοιχήματος (RGA) με έδρα τη Βρετανία. Στην καταγγελία αυτή, η RGA υποστήριζε ότι η εκχώρηση στον ΟΠΑΠ αποκλειστικού δικαιώματος στο διαδικτυακό στοίχημα συνιστά κρατική ενίσχυση.
Σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι. Ωστόσο, δεν αναφέρεται σε ξεχωριστό τίμημα του ΟΠΑΠ σχετικά με τα δικαιώματά του στα διαδικτυακά παίγνια. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι ο ΟΠΑΠ κατέβαλε ένα συνολικό τίμημα, χωρίς αυτό να διαχωρίζεται σε επιμέρους τιμήματα, ανάλογα με τον τρόπο διάθεσης/διανομής των παιγνίων στους παίκτες. Προς την κατεύθυνση αυτή, η ελληνική πλευρά επικαλείται επιστολή του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα (Deloitte) που αποτίμησε την αξία των δικαιωμάτων του ΟΠΑΠ τόσο για την περίοδο 2000-2020 όσο και την για περίοδο 2020-2030. Η Deloitte ανέφερε ότι αξιοποίησε την ίδια μεθοδολογία και στις δύο περιπτώσεις. «Παρόμοια με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση της επέκτασης των ίδιων δικαιωμάτων για την περίοδο 2020-2030, η Deloitte στην εκτίμησή της του 2000 δεν διαχώρισε μεταξύ των διαφόρων τρόπων διανομής, δηλαδή επίγειου, διαδικτυακού ή οποιουδήποτε άλλου τρόπου δύναται να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτό», αναφέρει εγγράφως η εταιρεία προς το ελληνικό ΥΠΟΙΚ. Η αναφορά αυτή επισυνάπτεται στην επιστολή του ΥΠΟΙΚ προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τέλος, η ελληνική πλευρά, υποστηρίζει ότι οι επενδυτές του ΟΠΑΠ ήσαν ενήμεροι για το μονοπώλιο του Οργανισμού σε συγκεκριμένα παίγνια. «Ολοι οι επενδυτές που συμμετείχαν στις τρεις δημόσιες εγγραφές του ΟΠΑΠ, από το 2001, αλλά και στον διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ για το 33% στον ΟΠΑΠ», αναφέρει η απάντηση του ΥΠΟΙΚ, «έλαβαν υπόψη και πλήρωσαν για το γεγονός ότι ο ΟΠΑΠ έχει αποκτήσει από το 2000 αποκλειστικά δικαιώματα σε συγκεκριμένα παιχνίδια για διεξαγωγή τους με οποιοδήποτε μέσο...».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου